μπαίνω

μπαίνω
(αόρ. (ε)μπήκα) αμετ.
1) входить (в помещение); 2) садиться (в трамвай и т. п.); 3) входить, влезать, забираться;

μπαίνω στο μπάνιο — садиться в ванну;

μπαίνω στο νερό — лезть в воду;

4) входить, вмещаться;
5) входить в состав (чего-л.);

μπαίνει στο λογαριασμό — это включено в счёт;

6) поступать, устраиваться;

μπαίνω στη δουλειά (στην υπηρεσία) — поступать на работу (на службу);

μπαίνω στο πανεπιστήμιο — поступать, быть принятым в университет;

7) вмешиваться;

μπαίνει παντού — а) он во всё вмешивается, всюду суёт свой нос; — б) он вхож повсюду; — для него все двери открыты;

8) понимать; вникать;
μπηκες (μέσα или στο νόημα); ты понял?;

μπαίνω στο ρόλο — входить в роль;

μπαίνω στίς λεπτομέρειες (στην ουσία της υπόθεσης) — вникать в подробности (в суть дела);

μπηκα στην υπόθεση я уже в курсе дела;
9) садиться (о материале); 10) наступать, приходить; μπήκε ο χειμώνας зима пришла;

§ μπαίν φυλακή — садиться в тюрьму;

μπαίνω στο κλουβί ( — или στο ζυγό) — жениться;

μπαίνω εγγυητής — поручиться (за кого-л.);

μπαίνω στα εξοδα — нести большие расходы;

μπαίνω στα βάσανα — брать на себя большую ответственность; — брать на себя большие заботы;

μπαίνω στη μέση — вмешиваться;

του μπήκε στο κεφάλι ему взбрело в голову;

μπαίν στο ρουθούνι — надоедать;

μπαίνω σε μιά τέχνη — осваивать какое-л. ремесло;

μπαίνω σε ισχύ — входить в силу (о законе и т. п.);

μπατε σκύλλοι αλέστε κι' αλεστικά μη δίνετε (или μη δώστε) погов, без хозяина дом вверх дном

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Полезное


Смотреть что такое "μπαίνω" в других словарях:

  • μπαίνω — μπαίνω, μπήκα, μπασμένος βλ. πίν. 179 Σημειώσεις: μπάζω – μπαίνω : από άποψη σημασίας το μπαίνω χρησιμεύει και ως παθητικό του μπάζω, π.χ. τον έμπασε στο δωμάτιο – μπήκε στο δωμάτιο …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπαίνω — (Μ μπαίνω και μπαίννω και ἐμπαίνω και ἐμπαίννω) 1. εισέρχομαι («και μπαίνει μέσα στη σπηλιά κι αποκοιμιέται», Γρυπ.) 2. (σχετικά με όχημα) επιβιβάζομαι («μπήκαν στο βαπόρι») 3. προσλαμβάνομαι σε υπηρεσία, διορίζομαι («μπήκε στην τράπεζα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • μπαίνω — μπήκα, μπασμένος 1. πάω κάπου μέσα, εισέρχομαι, εισχωρώ: Μπήκα στο αυτοκίνητο για να πάω μια βόλτα. 2. μτφ., αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ: Μπήκες επιτέλους στο νόημα! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επεισέρχομαι — ἐπεισέρχομαι (AM) 1. μπαίνω κι εγώ κάπου 2. ορμώ, επιτίθεμαι αρχ. 1. μπαίνω σε μια οικογένεια ως μητριά 2. μπαίνω κάπου μετά από άλλον («κατόπιν ἠμῶν ἐπεισῆλθον», Πλάτ.) 3. (για πράγμ.) εισάγομαι από το εξωτερικό («ἐπεισέρχεται ἐκ πάσης γῆς τὰ… …   Dictionary of Greek

  • εισέρχομαι — (AM εἰσέρχομαι) 1. έρχομαι, μπαίνω μέσα σε κάποιον χώρο («εισέρχομαι στον ναό ή στην πόλη») 2. γίνομαι δεκτός, εντάσσομαι, αναγνωρίζομαι («εισέρχομαι στην ανδρική ηλικία», «εισήλθε στο πανεπιστήμιο») μσν. νεοελλ. (για χρόνο) μπαίνω νεοελλ. (το… …   Dictionary of Greek

  • εισχωρώ — εισχώρησα, αμτβ. 1. εισδύω κάπου, μπαίνω μέσα, μπαίνω: Το 4 δεν εισχωρεί στο 3. 2. μπαίνω κάπου λαθραία ή βίαια ή χωρίς να αξίζω, εισδύω, χώνομαι: Οι καταδρομείς εισχώρησαν πίσω από τις εχθρικές γραμμές. 3. εξαπλώνομαι, διαδίνομαι: Οι ιδέες του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανθυπέρχομαι — ἀνθυπέρχομαι (Α) 1. υπεισέρχομαι, μπαίνω κάπου αθόρυβα και ύπουλα 2. (σαν όρος της γραμματικής) μπαίνω στη θέση κάποιας άλλης λέξης ή φράσης …   Dictionary of Greek

  • εισδύω — (AM εἰσδύω, Α και εἰσδύνω) 1. εισέρχομαι, μπαίνω μέσα 2. κατορθώνω και εισέρχομαι από στενό πέρασμα, από στενή δίοδο 3. εισέρχομαι κρυφά ή με δόλιο τρόπο αρχ. 1. (για συναίσθημα) μπαίνω στην ψυχή, καταλαμβάνω κάποιον 2. κατέρχομαι στον αγώνα,… …   Dictionary of Greek

  • εισχωρώ — (AM εἰσχωρῶ, έω) μπαίνω σε κάτι νεοελλ. 1. προχωρώ στο εσωτερικό, βυθίζομαι 2. διαδίδομαι, εξαπλώνομαι 3. μπαίνω κάπου κρυφά ή με δυσκολία …   Dictionary of Greek

  • επεμβαίνω — (AM ἐπεμβαίνω) [εμβαίνω] νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ άλλων συνήθως αντιμαχομένων («επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και το ζήτημα διευθετήθηκε») 2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις («μην επεμβαίνεις όταν δεν σού πέφτει λόγος») μσν. 1.… …   Dictionary of Greek

  • επιβιβάζω — (AM ἐπιβιβάζω) [βιβάζω] 1. ανεβάζω ή καλώ κάποιον να ανέβει στο πλοίο για να ταξιδέψει 2. μέσ. μπαίνω στο πλοίο για να ταξιδέψω νεοελλ. επιβιβάζομαι μπαίνω σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο για να ταξιδέψω αρχ. μσν. 1. οδηγώ ή αναγκάζω το αρσενικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»